- παράσπονδος
- -η, -ο / παράσπονδος, -ον, ΝΑ1. αυτός που παραβαίνει τις σπονδές, τις συνθήκες, που δεν τηρεί τις συμφωνίες2. (για πρόσ.) ο παραβάτης συνθηκών και συμφωνιών, ο επίορκος3. αυτός που γίνεται κατά παράβαση τών συνθηκών.επίρρ...παρασπόνδως Ακατά παράβαση τών σπονδών, τών συμφωνιών.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + -σπονδος (< σπονδή), πρβλ. ά-σπονδος].
Dictionary of Greek. 2013.